Ο Balmain χάνει τον Rousteing: Κλείνει μια δεκαετία λάμψη

Share this…

Άρθρο: Εβίτα Αναγνώστου (δημοσιογράφος, artandyou.gr team)


Μετά από 14 χρόνια στο τιμόνι του Balmain, ο Olivier Rousteing αποχωρεί, κλείνοντας ένα σημαντικό κεφάλαιο για τον οίκο…

Στον χώρο της μόδας, όπου η εικόνα και η σωστή αφήγηση καθορίζουν τα πάντα, ο Olivier Rousteing έκανε κάτι διαφορετικό: επέλεξε να είναι αληθινός. Ως καλλιτεχνικός διευθυντής του Balmain, έφερε τα social media στο κέντρο της στρατηγικής του και διαμόρφωσε μια νέα, πιο σύγχρονη ταυτότητα για τον οίκο. Με τη βοήθεια διασημοτήτων όπως η Kim Kardashian, η Gigi Hadid και η Kendall Jenner τον λεγόμενο «στρατό Balmain» κατάφερε να μετατρέψει το brand σε ψηφιακή δύναμη.

Τέλος εποχής για τον Balmain

Ο Olivier Rousteing αποχωρεί από τον ιστορικό οίκο Balmain μετά από 14 χρόνια στη δημιουργική του διεύθυνση, κλείνοντας μια περίοδο που σημάδεψε τη σύγχρονη γαλλική μόδα. Ο οίκος, σε ανακοίνωσή του, τον ευχαρίστησε για τη σημαντική του συμβολή και σημείωσε ότι η νέα δημιουργική κατεύθυνση θα παρουσιαστεί το επόμενο διάστημα.

Ο Rousteing επιβεβαίωσε την είδηση με ανάρτηση στο Instagram, γράφοντας: «Σήμερα ολοκληρώνεται η εποχή μου στον Balmain. Πριν από δεκαέξι χρόνια ξεκίνησα χωρίς να ξέρω τι θα ακολουθήσει. Τι απίστευτο ταξίδι, μια ιστορία αγάπης, μια ιστορία ζωής».

Στο ίδιο μήνυμα, ο Rousteing ευχαρίστησε την ομάδα του και τον όμιλο Mayhoola για τη στήριξη, σημειώνοντας: «Έφτασα στα 24 μου με μάτια ορθάνοιχτα και αποφασιστικότητα. Σήμερα φεύγω το ίδιο ανοιχτός στο μέλλον και στις νέες προκλήσεις». Σύμφωνα με τον οίκο, η αποχώρησή του έγινε «κατόπιν αμοιβαίας συμφωνίας».

Γεννημένος το 1985 και υιοθετημένος από γαλλική οικογένεια στο Μπορντό, ο Rousteing μεγάλωσε χωρίς να γνωρίζει την ταυτότητα των βιολογικών του γονιών, κάτι που τον απασχόλησε μέχρι τα τριάντα του. Στα 24 του, όταν ανέλαβε τη δημιουργική διεύθυνση του Balmain, έγινε ο νεότερος σχεδιαστής επικεφαλής μεγάλου γαλλικού οίκου μετά τον Yves Saint Laurent.

Ο Rousteing σπούδασε στο ESMOD στο Παρίσι και στη συνέχεια εντάχθηκε στον οίκο Roberto Cavalli, όπου έφτασε να ηγείται του τμήματος γυναικείας ένδυσης. Το 2009 μετακινήθηκε στον Balmain, αρχικά υπό τη διεύθυνση του Christophe Decarnin, τον οποίο διαδέχθηκε δύο χρόνια αργότερα. Με αυτόν τον διορισμό, ξεπέρασε ακόμη και τη 14ετή θητεία του Alber Elbaz στον οίκο Lanvin. Ο ίδιος έχει σχολιάσει με χιούμορ τη διαδρομή του: «Όταν ξεκίνησα, ήμουν το νέο παιδί. Τώρα, είμαι ο τελευταίος που έμεινε».

Η λάμψη του Balmain στην εποχή Rousteing

Κατά τη θητεία του Olivier Rousteing, ο Balmain εξελίχθηκε σε ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα και δυναμικά brands παγκοσμίως. Το χαρακτηριστικό του ύφος power dressing, εντυπωσιακά κεντήματα με κρυστάλλους και έντονες, γλυπτικές σιλουέτες, φορέθηκε από αστέρες όπως η Beyoncé, η Rihanna και η Kim Kardashian. Η επιρροή του Rousteing ξεπέρασε τον χώρο της μόδας: επανέφερε τη σειρά υψηλής ραπτικής του Balmain μετά από 16 χρόνια, σχεδίασε κοστούμια για την Όπερα του Παρισιού και συνεργάστηκε με κορυφαίες προσωπικότητες της σύγχρονης ποπ κουλτούρας.

Παράλληλα, υπήρξε μία από τις πρώτες δημιουργικές φωνές που ανέδειξαν τη δύναμη των social media. Το Instagram του, με εκατομμύρια ακολούθους, έγινε βιτρίνα της επιτυχίας του, γεμάτη celebrities, backstage στιγμιότυπα και προσεγμένες selfies. Ωστόσο, όπως ο ίδιος αποκαλύπτει στο ντοκιμαντέρ Wonder Boy της Anissa Bonnefont, η δημόσια εικόνα συχνά σκίαζε την προσωπική του πραγματικότητα: «Είχα γίνει καρικατούρα του εαυτού μου. Η εικόνα μου ήταν η άμυνά μου». Γι’ αυτό, όταν η Bonnefont τον ρώτησε αν θέλει να αναζητήσει τους βιολογικούς του γονείς, εκείνος δέχτηκε.

Το Wonder Boy απομακρύνεται από την κλασική αφήγηση ενός fashion documentary. Παρότι καταγράφει τον Rousteing στο ατελιέ, σε fittings και στην πασαρέλα, επιλέγει να τον δείξει όχι ως σταρ, αλλά ως άνθρωπο. Η κάμερα τον ακολουθεί στο σπίτι του στο Παρίσι, σε στιγμές μοναχικής καθημερινότητας, στις επισκέψεις στους θετούς παππούδες του στο Μπορντό, ακόμη και στη στιγμή που ανοίγει, με έντονη φόρτιση, τον φάκελο της υιοθεσίας του μπροστά σε μια ψυχολόγο.

Η αποκάλυψη της αλήθειας για την καταγωγή του Rousteing ήταν σκληρή. Έμαθε ότι η μητέρα του ήταν Σομαλή, μόλις 15 ετών όταν τον γέννησε, και ο πατέρας του Αιθίοπας. «Πάντα πίστευα πως ήμουν μιγάς. Όμως είμαι μαύρος. Είμαι Αφρικανός», λέει στο Wonder Boy. Η στιγμή αυτή φωτίζει με ένταση το ζήτημα της ταυτότητας, ιδιαίτερα σε μια χώρα όπως η Γαλλία, όπου, όπως σημειώνει η Bonnefont, «το ποιος είσαι καθορίζεται από το από πού έρχεσαι».

Ο Rousteing δεν αναζήτησε συμπόνια. Αντίθετα, θέλησε να αποδείξει ότι «μπορείς να έχεις όνειρα χωρίς να είσαι τέλειος». Με το ίδιο όπλο που άλλοτε λειτούργησε ως άμυνά του, την εικόνα, επιχειρεί τώρα να δώσει φωνή σε μια γενιά που αναζητά τον εαυτό της. Η προσωπική του πορεία ανοίγει συζητήσεις γύρω από τη διαφορετικότητα στη γαλλική κοινωνία, τη σιωπή που συχνά συνοδεύει την υιοθεσία και την ανάγκη για έναν νέο ορισμό της επιτυχίας.

Ο διευθύνων σύμβουλος του Balmain, Massimo Piombini, περιέγραψε εύγλωττα την αφετηρία του: «Αυτός ο άνθρωπος, παιδί δύο διαφορετικών πολιτισμών, ομοφυλόφιλος και ορφανός, δεν ξεκίνησε από το μηδέν. Ξεκίνησε από το μείον δέκα». Παρ’ όλα αυτά, μέσα σε μία δεκαετία, ο Rousteing αναζωογόνησε τον Balmain, προσέλκυσε νέο κοινό, έφερε τη μόδα πιο κοντά στη μαζική κουλτούρα και έγινε ένα από τα πρόσωπα που σημάδεψαν τη σύγχρονη εποχή.

Η ήρεμη πλευρά της επιτυχίας

Πίσω από τη λαμπερή πορεία του Rousteing, υπήρχε πάντα το βάρος της μοναξιάς. «Η μόδα μού έδωσε το όνειρο, αλλά υπάρχει πάντα ένα τίμημα», έχει πει. «Εμπιστεύεσαι λιγότερο τους ανθρώπους. Και όταν η πρώτη σου αγάπη, η μητέρα σου, σε έχει εγκαταλείψει, είναι δύσκολο». Παρότι οι κοινωνικές υπηρεσίες εντόπισαν τη βιολογική του μητέρα, δεν μπόρεσαν να αποκαλύψουν την ταυτότητά της. Του πρότειναν να της γράψει ένα γράμμα, όμως ο ίδιος δεν προχώρησε, επιλέγοντας να σεβαστεί τη σιωπή της και να επικεντρωθεί στη δική του πορεία αυτογνωσίας.

Με την αποχώρησή του από τον Balmain, ο Rousteing κλείνει μια εποχή έντονης δημιουργικότητας και δημόσιας έκθεσης. Ταυτόχρονα, αφήνει πίσω και το δημόσιο προσωπείο που τον συνόδευε, υιοθετώντας μια πιο ήρεμη και αυθεντική εκδοχή του εαυτού του. Για τον ίδιο, η επόμενη μέρα μοιάζει περισσότερο με συμφιλίωση παρά με επανεφεύρεση.