Συνέντευξη: Μαρία Κρασσά (editor, artandyou.gr team)
Φωτογραφίες: Προσωπικό αρχείο Νίκου Πουρσανίδη
Ανήκει στους καλύτερους Έλληνες ηθοποιούς της γενιάς του, με ρόλους και ερμηνείες που έχουν ξεχωρίσει. Άνθρωπος έξυπνος, ευγενής, προσγειωμένος και συναισθηματικός, ο Νίκος Πουρσανίδης, μια ήρεμη δύναμη, διακρίνεται για το παίξιμο του και για την γραφή του.

Πρωταγωνιστούσατε σ’ ένα από τα πιο σημαντικά έργα της σύγχρονης παγκόσμιας δραματουργίας «O Πουπουλένιος» (The Pillowman) του συγγραφέα Μάρτιν ΜακΝτόνα στο Σύγχρονο Θέατρο, σε μετάφραση Χριστίνας Μπάμπου – Παγκουρέλη και σε σκηνοθεσία του Νικορέστη Χανιωτάκη. Μιλήστε μας για τον δύσκολο ρόλο που κάνατε, του συγγραφέα Κατούριαν;
Καταρχάς έχει ενδιαφέρον που το λέτε από μόνη σας, τον δύσκολο, γιατί είναι πραγματικά. Είναι πολύ απαιτητικός ρόλος. Αν και εγώ δεν χρησιμοποιώ την λέξη δύσκολος, αλλά σ’ αυτόν τον ρόλο, την χρησιμοποίησα. Τον αντιμετώπισα με πάρα πολύ αγάπη. Θα ακουστεί τετριμμένο, αλλά θα πω με πολύ αφοσίωση και με πολύ δουλειά. Έμαθα από πάρα πολύ νωρίς, όχι απλά τα λόγια μου, αλλά όλο το έργο. Δηλαδή από τον Ιούνιο-Ιούλιο ήξερα τα πάντα και χρονομετρούσα τις ιστορίες μου. Γιατί ήθελα να μπαίνει ο κόσμος από την πρώτη παράσταση και να είναι σίγουρος ότι αυτές τις έχω γράψει εγώ. Και για να τις έχω γράψει εγώ, θα πρέπει να τις έχω πει χιλιάδες φορές, όπως τις έχει πει ο Κατούριαν στον αδερφό του.
Γιατί επιλέξατε να παίξετε στο συγκεκριμένο έργο;
Είναι κάτι που το συζητάγαμε χρόνια αυτό με τον Νικορέστη. Ο βασικός πυρήνας δηλαδή ήταν ο Νικορέστης, εγώ και ο Γερασίμος (σ.σ. Σκαφίδας), που κάνει τον Άριελ, ο οποίος είναι και ο παραγωγός. Λατρεύω τον ΜακΝτόνα και αυτόν τον χαρακτήρα, επειδή και εγώ είμαι συγγραφέας. Είναι και πολιτικοποιημένος, και με αφορά εμένα όλο αυτό, η ελευθερία της τέχνης και η λογοκρισία. Όλο αυτό μαζί είναι παντρεμένο με ένα φοβερό χιούμορ που έχει ο ΜακΝτόνα. Οπότε ήθελα πάρα πολύ να το κάνω.

Μελετώντας καλύτερα τον ρόλο του συγγραφέα Κατούριαν, ποια στοιχεία του σας άγγιξαν;
Με άγγιξε η αγάπη του για τον αδερφό του και η αγάπη του, να είναι ειλικρινής. Δεν μπορεί να πει ψέματα αυτός ο άνθρωπος. Κάποια στιγμή πάει να πει ψέματα για όλο αυτό, δηλαδή ότι τα έχει κάνει όλα, και δεν το έχει σκεφτεί καλά. Είναι ένας άνθρωπος βαθιά σκεπτόμενος και φοβερά λεπτομερής. Λέει σε κάποιο σημείο: “το πρωταρχικό καθήκον ενός παρανοϊκού είναι να διηγηθεί ένα παραμύθι”, και εγώ αυτό το πιστεύω ολόψυχα. Και μετά λέει: “ή μήπως ήτανε το μοναδικό;” και συνεχίζει: “ναι, μπορεί να ήταν το μοναδικό”. Θέλει να είναι ακριβολόγος. Είναι πολύ βασανιστικό για έναν άνθρωπο, ο οποίος είναι τόσο ευαίσθητος, να βλέπουμε το τι έχει περάσει. Έχει κάτι το ηρωικό. Σκότωσε τους γονείς του για να σώσει τον αδερφό του. Και προσπαθώ να τον αντιμετωπίσω γιατί είναι ένας βαθιά διαταραγμένος άνθρωπος. Διότι οι υπόλοιποι τη βία που έχουν ζήσει, την βγάλανε με βία απτή, ενώ αυτός την έβγαλε μέσα από τα γραπτά του. Σκότωσε τους γονείς του, για κάτι ηθικό θα λέγαμε, για να σώσει τον αδερφό του, αλλά μετά δεν είναι βίαιος.
Αυτό που μου άρεσε πάρα πολύ στην παράσταση είναι η ενδιαφέρουσα χρήση του Θεάτρου Σκιών για τις αναπαραστάσεις των ιστοριών του Κατούριαν. Με την συγκεκριμένη τεχνική τι θέλατε να εισπράξει ο θεατής;
Αυτός ήταν ένας συνδυασμός για το πως θέλαμε να το κάνουμε ο Νικορέστης και εγώ. Ας πούμε, ο τρόπος που εγώ λέω τις ιστορίες είναι πάρα πολύ τρυφερός. Είναι και πολύ ειλικρινής, σαν να λέει πραγματικά ένα παραμύθι. Ένα παραμύθι για μικρό παιδί, ενώ λέει τέρατα. Αυτό συνδυάζεται μαζί με το Θέατρο Σκιών, που έχουν φτιάξει η Μαρία, η Φιλίππου με την Κατερίνα, την Σβορώνου. Οι οποίες είναι επηρεασμένες από τα σχέδια που έχει κάνει ο Κάφκα. Γιατί και ο ΜακΝτόνα είναι επηρεασμένος από τον Κάφκα, από την «Δίκη». Γι’ αυτό και ο Κατούριαν λέγεται Κάπα Κάπα Κάπα, γιατί είναι όπως ο κ. Κάπα στην «Δίκη», που έρχονται οι δύο αστυνομικοί για να τον συλλάβουν και δεν ξέρει το γιατί. Έχει πάρα πολλά κοινά. Οι ιστορίες του εμφανίζονται και στο ανακριτήριο. Είναι σαν να επιτίθεται η σκέψη του στην πραγματικότητα, συνέχεια, και δημιουργεί ένα απόκοσμο πλαίσιο. Θα μπορούσε να πει κανείς, επειδή σηκώνεται και στο τέλος, ότι όλα αυτά είναι και στο μυαλό του. Δηλαδή είναι ανοιχτό όλο αυτό.
Στις 23 Μαρτίου έριξε αυλαία η παράσταση που πρωταγωνιστείτε. Περιμένατε την επιτυχία που θα έκανε «Ο Πουπουλένιος»;
Είχαμε την αγωνία όπως σε κάθε παράσταση, γιατί είναι ένα απαιτητικό έργο, όχι μόνο για εμάς, αλλά και για το κοινό. Όμως από πολύ νωρίς είχαμε δει μία απίστευτη προπώληση και ενδιαφέρον από τον κόσμο, οπότε χαρήκαμε πάρα πολύ. Δηλαδή πριν αρχίσουμε, ξέραμε ήδη ότι θα παίξουμε για τρεις εβδομάδες σε ένα γεμάτο θέατρο. Συνεχίσαμε και μετά να πηγαίνουμε καλά, και θα συνεχίσουμε και του χρόνου.

Το 2019 εκδώσατε ένα βιβλίο που έχει βραβευτεί στο Διεθνές Φεστιβάλ Ολυμπίας το 2018, με τίτλο «Πέρα από το δάσος & η μαγεμένη καρύδια», δύο ιστορίες που απευθύνονται στους νεαρούς μας φίλους ηλικίας 9-12 ετών. Πώς σας «γεννήθηκε» η επιθυμία να το γράψετε;
Θα σας πω. Γι’ αυτό το βιβλίο πήρα και το Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας, εφηβικού – νεανικού. Είχε μπει και στη χρυσή λίστα του αναγνώστη. Τώρα γράφω το δεύτερο, που θα είναι και πάλι από τις εκδόσεις Καλειδοσκόπιο. Εγώ έγραφα από μικρός. Μετά, όταν έμαθα ότι θα γίνω μπαμπάς το 2014, άρχισα να γράφω ξανά. Ξεκίνησα να γράφω πρώτα σενάρια, τα οποία προχωράνε, και τώρα έχω δύο σειρές που πάνε πολύ καλά στο να γίνουνε. Η Πρόεδρος στο Τέχνης και Γενική Διευθύντρια του Ιδρύματος Λασκαρίδη, που είναι η Καλή, η Κυπαρίσση, με είχε ρωτήσει: “γράφετε;” και της απάντησα: “γράφω”. Μου είπε: “να γράφετε, και να γράψετε και βιβλία, γιατί οι άνθρωποι σαν εσάς, ευαίσθητοι, πρέπει να γράφουν”. Κάπως έτσι μου το είχε πει πολύ γλυκά και άρχισα να γράφω. Της έδωσα κάποια γραπτά μου, κι εκείνη κάπως με καθοδήγησε και με βοήθησε. Ήταν φοβερή αυτή η συνάντηση που είχα μαζί της, γιατί ήταν κάτι που ήθελα να κάνω και συναντηθήκαμε την κατάλληλη στιγμή. Από εκεί και πέρα βρέθηκα με την Αλεξία, την Αποστολάκη, η οποία είναι η εκδότρια του Καλειδοσκοπίου, και με την Μαργαρίτα, την Κωτσίνη. Η Αλεξία, ας πούμε, μου έλεγε: “γράψε μου, γράψε μου άλλες δύο”, είχα γράψει μια άλλη ιστορία, ένα άλλο διήγημα δηλαδή, και μου είπε: “γράψε μου αλλά δύο, για να τα βγάλουμε μαζί”. Έγραψα αυτά τα δύο, τα οποία βγήκανε μόνα τους. Είναι μια βαθιά μου ανάγκη αυτή, το να γράφω, που μου γεννήθηκε πολύ όταν έμαθα ότι θα γίνω μπαμπάς και ήμουν στο Λονδίνο. Ήτανε τότε που δούλευα συνέχεια, και ως ηθοποιός, και κάπως έπρεπε να εκφραστώ. Αυτή ήταν μια δίοδος για εμένα, που δεν περίμενα ποτέ ότι θα εξελισσόταν έτσι. Αλλά τώρα μπορώ να σου πω, ότι πολλές φορές το προτιμώ ακόμα και απο την υποκριτική.
Είστε άνθρωπος που επηρεάζεστε από τις κριτικές ή τις αφήνετε πίσω σας;
Εδώ και πάρα πολλά χρόνια δεν βλέπω κριτικές. Έχω κάποιους ανθρώπους που εμπιστεύομαι πάρα πολύ. Επίσης και εκείνους που έρχονται στο θέατρο και βλέπουν την παράσταση. Γιατί μιλάμε για τις κριτικές τις θεατρικές, έτσι;
Ναι, ακριβώς.
Για μένα το θέατρο είναι κάτι τόσο ζωντανό που αν γραφτεί μια κριτική, ας πούμε, είναι για το πότε, για ποια μέρα απ’ όλες; Σίγουρα υπάρχει μια συνέχεια στο πως είσαι στην παράσταση, γιατί δεν είναι εντελώς διαφορετικό, αλλά κάθε παράσταση είναι ξεχωριστή. Και επίσης είναι διαφορετικό όταν έχεις έναν άνθρωπο απέναντι σου να σου λέει: “κοίταξε να δεις μου άρεσε αυτό”, γιατί κι εσύ τον κρίνεις. Λες τώρα: “ποιος είναι αυτός που μου το λέει αυτό το πράγμα;” και κάνεις ουσιαστικά μια συζήτηση. Για μένα αυτό είναι πολύ πιο γόνιμο.

Δυσκολευτήκατε στα πρώτα σας επαγγελματικά βήματα; Πώς έγινε η αρχή;
Όχι, ίσα – ίσα. Ήταν πάρα εύκολο. Στην αρχή έκανα την μικρή ηλικία του αδερφού μου σε μία ταινία, όταν ήμουν 14-15 χρονών. Μετά με πήρε ο Βαφέας, όταν ήμουν 16, και μου έδωσε τον πρώτο μου μεγάλο ρόλο, να κάνω τον γιο του Κώστα, του Βουτσά στο «Κάθε Σάββατο». Μετά έπαιξα στα «Εγκλήματα». Ύστερα μπήκα στο Εθνικό Θέατρο και μόλις τελείωσα το πρώτο έτος με πήρε ο Αγγελόπουλος για το «Λιβάδι που δακρύζει», όπου έπαιξα τον κεντρικό ρόλο. Οπότε μετά ήταν το τι θα έκανα, γιατί όλες αυτές οι συνεργασίες σε τόσο νεαρή ηλικία με καθόρισαν. Και καθόρισαν και την αισθητική μου. Για πολύ καιρό έμενα εκτός τηλεόρασης, δεν ήθελα να κάνω. Ήθελα να φύγω στο εξωτερικό, ήμουν πολύ ανήσυχος. Και ακόμα είμαι.
Ποιες συνεργασίες σας έχετε ξεχωρίσει;
Με τον Βαφέα, με τον οποίο έχουμε δουλέψει σε τρεις ή τέσσερις ταινίες. Είναι, ας πούμε, και ο κινηματογραφικός μου μπαμπάς, γιατί ήμουν τόσο μικρός όταν ήμασταν μαζί. Με τον Αγγελόπουλο φυσικά, γιατί ήταν κάτι τεράστιο. Όλη αυτή η εμπειρία του γυρίσματος που κράτησε δύο χρόνια, τα φεστιβάλ στο εξωτερικό, οι άνθρωποι του κινηματογράφου που γνώρισα, το τι λέγαμε στο γύρισμα, τα πάντα. Μετά με τον Βασίλη τον Θωμόπουλο που έχουμε συνεργαστεί πολλές φορές στην τηλεόραση. Η συνεργασία μου με τον Νικορέστη (σ.σ. Χανιωτάκη), με την Πέγκυ, την Τρικαλιώτη στο «Ο Καλός Άνθρωπος του Σετσουάν» του Μπρεχτ και στην «Μήδεια» του Μποστ, με τον Μάκη, τον Παπαδημητρίου. Είναι πολλές. Επίσης και με την Μάγκι Τζίλενχαλ (Maggie Gyllenhaal) στο «The Lost Daughter», που έκανα αυτή την ταινία στο εξωτερικό, στο Ιράν. Τώρα καταλαβαίνω ότι είναι περισσότερο οι σχέσεις που δημιουργώ με αυτούς τους ανθρώπους, πάρα ο τρόπος που το λέω. Γι’ αυτό λέω πάντα, την σχέση μου με τον Βαφέα, με τον Αγγελόπουλο, με την Πέγκυ, με τον Νικορέστη. Ξεχωρίζω και τον «Πουπουλένιο», ως ένα ρόλο που έχω δουλέψει και αγαπήσει πολύ.

Σας έχει τύχει να σας προτείνουν έναν ρόλο, να τον απορρίψετε και εκ των υστέρων να μετανιώσατε γι’ αυτό;
Όχι. Αυτό παλαιότερα είχε τύχει να το πω, ειδικά για ρόλους στην τηλεόραση, που κάνανε και μεγάλη επιτυχία μετά οι σειρές. Δεν με ενδιαφέρει όμως εμένα αυτό. Δεν εννοώ ότι δεν με ενδιαφέρει η επιτυχία. Όλα τα πράγματα τα μετανιώνουμε. Δηλαδή θα λέγαμε: “αχ, μήπως αν το είχα κάνει αυτό θα…”. Είναι πάρα πολλά χρόνια που να το κάνω αυτό το πράγμα και να επιστρέψω και να πω: “πω πω, αν είχα κάνει ‘κείνο θα είχε πάρει αλλιώς τροπή η ζωή μου”. Γιατί κάπως εμπιστεύομαι τον τρόπο που γίνονται τα πράγματα.
Είναι εύκολο να κάνετε αυτό το επάγγελμα σήμερα;
Ποτέ δεν ήταν εύκολο. Και έχουμε περάσει, ξέρετε κι εσείς, διάφορες εποχές, πριν τη κρίση, καθ’ όλη την διάρκεια της και μετά από αυτήν. Τώρα γίνονται περισσότερες σειρές. Και επίσης γίνονται και άλλες ταινίες στο εξωτερικό, και εγώ έχω μία δίοδο προς τα εκεί. Είμαι ένας τυχερός ηθοποιός. Γιατί δουλεύω και κάνω πράγματα που μου αρέσουνε. Είμαι και σε μία ηλικία τώρα, που κάνω αυτούς τους ρόλους που θα ήθελα, που έχω δείξει δείγματα γραφής, που έχω κάνει διαφορετικά πράγματα. Αυτό που νομίζω ότι δεν υπάρχει πολύ τώρα, είναι ότι πριν από την κρίση, λέγαμε: “ε, λοιπόν κοίταξε να δεις, φέτος θα κάνω μόνο θέατρο, δεν θα κάνω τηλεόραση γιατί θέλω λίγο να ηρεμήσω, αυτό θα το κάνω του αντίχρονου”. Και αυτό που επίσης έχει αλλάξει, είναι ότι παλιότερα δεν υπήρχε περίπτωση να παίξεις σε καθημερινό και να είσαι στην Επίδαυρο. Τώρα είναι πολύ ρευστό όλο αυτό και είναι πάρα πολύ καλό. Όμως η δουλειά μας, και ειδικά στην τηλεόραση, πολλές φορές είναι και λίγο του ποδαριού. Δηλαδή έχει γίνει σαν να λέμε: “άντε, πάμε να το κάνουμε”. Ενώ δεν είναι έτσι.
Ποιο είναι το μεγαλύτερο ρίσκο που έχετε πάρει ποτέ;
Είναι πάρα πολλά. Ένα από τα μεγαλύτερα είναι, ότι αφού έκανα την πολυκατοικία και ήμουνα στο θεατρικό «Ψηλά απ’ τη Γέφυρα» με τον Γρηγόρη, τον Βαλτινό και η γυναίκα μου δούλευε επίσης εδώ, είπαμε μεταξύ μας: “φεύγουμε μετά από ένα μήνα να πάμε στο Λονδίνο;”. Φύγαμε και γυρίσαμε μετά από τέσσερα χρόνια. Φύγαμε χωρίς να ξέρουμε κανέναν.

Πώς ήταν η εμπειρία σας στο Λονδίνο; Πείτε μας λίγα λόγια γι’ αυτήν.
Για μένα ήτανε πολύ «μεταμορφωτική», ας χρησιμοποιήσω και του Κάφκα άλλον έναν τίτλο. Με βοήθησε πάρα πολύ. Δούλεψα με τον Φρίαρς, γνώρισα ανθρώπους πολύ σημαντικούς του κινηματογράφου, άρχισα να γράφω, γεννήθηκε ο γιος μου, παντρεύτηκα και έκανα άλλες δουλειές εκεί, για πρώτη φορά. Ήτανε πολύ σημαντικό για μένα. Σαν να με ξύπνησε φοβερά όλο αυτό. Με έκανε μετά να μην φοβάμαι αλλά πράγματα. Δηλαδή όταν μου είπανε για το Ιράν, πήγα. Έκανα πράγματα τα οποία ξεπέρασα τον εαυτό μου πάρα πολλές φορές. Έκανα θέατρο εκεί. Έλεγα: “Παναγία μου έτσι και γίνει ένα λάθος, πως θα κάνω αυτοσχεδιασμό στα αγγλικά και θα το σώσω;”. Και έγινε αυτό στην πρεμιέρα. Είπα: “εντάξει, άμα μπορώ να το κάνω αυτό στα αγγλικά, μετά θα πάω στην Ελλάδα και στη γλώσσα μου θα είναι παιχνιδάκι”. Δηλαδή αναμετρήθηκα με πάρα πολλά πράγματα.
Σας είδαμε στην μεγάλη συγκέντρωση στο Σύνταγμα, που έγινε για την δικαίωση των θυμάτων των Τεμπών. Μπορεί αυτή η αλληλεγγύη του κόσμου να φέρει ένα καλύτερο αύριο για την χώρα μας;
Πιστεύω ότι αυτή η αλληλεγγύη θα φέρει ένα καλύτερο αύριο για την χώρα μας επηρεάσει, δεν επηρεάσει τους πολιτικούς. Δηλαδή ο στόχος είναι να επηρεαστούνε και να υπάρξουν αλλαγές. Αλλά πιστεύω ότι με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο θα την φέρουμε αυτή την αλλαγή. Γιατί κατεβήκαμε για ηθικούς λόγους. Για τους ανθρώπους που έχασαν την ζωή τους, για τα παιδιά, για τους γονείς, για την αξία που δίνουμε στην ανθρώπινη ζωή, για όλα. Για τα δικά μας τα παιδιά. Όλοι αυτοί που μαζευτήκαμε, κάτι πιστεύουμε, αλλιώς δεν θα το κάναμε. Και από την στιγμή που μαζευτήκαμε τόσοι πολλοί, το πιστεύουμε ακόμη περισσότερο. Δεν υπάρχει αυτό το πράγμα που ζήσαμε. Δηλαδή όλο αυτό, που κατεβήκαμε με τα πόδια από όλες τις γύρω περιοχές και παρόλο που έγιναν τα επεισόδια μετά ξαναγυρίσαμε. Αυτό ήταν απίστευτο. Και χωρίς να υπάρχει κομματικό υπόβαθρο.
Αν διαλέγατε τέσσερις λέξεις για να περιγράψουν τον εαυτό σας, ποιες θα ήταν αυτές;
Μπαμπάς, σίγουρα. Σύζυγος. Επίμονος, πάρα πολύ. Δεν τα παρατάω ποτέ. Νομίζω ότι αυτό είναι το χαρακτηριστικό μου. Και ότι δουλεύω πολύ.
Συνδυάζονται εύκολα η οικογένεια και η καριέρα μαζί;
Σίγουρα πρέπει να θυσιάσεις κάποια πράγματα. Και εγώ συνήθως θυσιάζω την καριέρα. Ας πούμε, φέτος ήμουν σε αυτήν την παράσταση και, δόξα τω Θεώ, πήγε καλά. Δηλαδή μπορώ να ζήσω από αυτήν. Δεν ήθελα να κάνω και σειρά γιατί δεν θα έβλεπα καθόλου την οικογένεια μου. Θέλω να πω, ότι σαν άνθρωπος εγώ παίρνω αυτές τις αποφάσεις. Δηλαδή δεν θα πω: “όχι, θα κάνω και την σειρά, γιατί τώρα είναι η στιγμή μου, τώρα θέλω, πρέπει να κάνω αυτό και να είμαι παντού”. Δεν το έχω καθόλου αυτό.

Ποια είναι η σχέση σας με τον χρόνο; Τον φοβάστε ή τον αποδέχεστε;
Κάποιες φορές τον φοβάμαι, κάποιες φορές τον αποδέχομαι. Καμία φορά όταν δω ξαφνικά κάποια παλιά φωτογραφία, λέω: “τι έγινε;”, ακόμα και να μην είναι δική μου. Ας πούμε, είπα πριν ένα μήνα στην γυναίκα μου, την Κατερίνα: “κοίτα να δεις, είδα αυτή την φωτογραφία αυτού του τραγουδιστή, τότε από το άλμπουμ του” και είπα: “πως περάσανε τα χρόνια;”. Ήταν μία περίοδος κιόλας, επειδή καταλαβαίνετε πως μας επηρεάζουν οι ρόλοι που παίζουμε, ήμουν λίγο βαρύς, λόγω αυτού του έργου. Δεν ήθελα τόσο πολύ να το σκέφτομαι, για να μην με έπαιρνε από κάτω. Γιατί συνήθως είμαι πάρα πολύ αισιόδοξος άνθρωπος και δεν κοιτάζω καθόλου πίσω. Γι’ αυτό είμαι τόσο απόλυτος με το ότι δεν μετανιώνω. Δηλαδή δεν έχω πει ποτέ: “αχ, τότε τα μαθητικά τα χρόνια ήταν τα καλύτερα της ζωής μου, τότε τα φοιτητικά…”. Ποτέ.
Υπάρχουν επόμενα επαγγελματικά σχέδια;
Ναι. Πέρα απ’ την παράσταση, που όπως είπα και πριν θα την συνεχίσουμε. Συζητάω για μία σειρά, την οποία την έχω γράψει εγώ και είναι να γίνει του χρόνου. Επίσης και για άλλη μία, που την γράφω πάλι εγώ, η οποία έχει πάρει τον δρόμο της για να γίνει συμπαραγωγή στο εξωτερικό. Έχουμε πάρει επιχορηγήσεις. Πάει πάρα πολύ καλά.
Συνέντευξη: Μαρία Κρασσά (editor, artandyou.gr team)
Φωτογραφίες: Προσωπικό αρχείο Νίκου Πουρσανίδη